Diclib.com
Διαδικτυακό λεξικό
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي
Κλείσιμο
Κλείσιμο
Λεξικά
Ρωσικό λεξικό
проторять
Αναζήτηση
Τι (ποιος) είναι
проторять
- ορισμός
Εμφάνιση πρόσθετων πληροφοριών για αυτήν τη λέξη...
проторять
ПРОТОР'ЯТЬ
, проторяю, проторяешь (
·разг.
).
·несовер.
к
проторить
.
проторять
несов. перех.
1) Прокладывать, образовывать ходьбой, ездой (путь, дорогу).
2) перен. Делать известным, доступным, легким; открывать возможность доступа куда-л., к чему-л.
Παραδείγματα προφοράς από
www.voicecup.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Searching
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για
проторять
1. Они вынуждены
проторять
себе дорогу по совершенно новой территории.
Παραδείγματα από
www.pressmon.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Επικοινωνήστε μαζί μας
INTERFACE LANGUAGE
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي